- λογότροπος
- λογότροποςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογότροπος — ὁ (Α) (σύντομος τύπος συλλογισμού) (κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο) «λογότροπος δέ ἐστι, τὸ ἐξ ἀμφοτέρων σύνθετον οἷον, εἰ ζῇ Πλάτων, ἀναπνεῑ Πλάτων ἀλλὰ μὴν τὸ πρῶτον τὸ ἄρα δεύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τρόπος με αναβιβασμό τού τόνου εν… … Dictionary of Greek
КРИНИЙ — КРИНИЙ (Κρίνις) (сер. 2 в. до н. э. ?), стоик, один из последних крупных логиков школы. Возможно, слушал Антипатра из Тарса (Epict. Diss. Ill 2, 15 = S VF III, Crin. fr. 1), a впоследствии имел собственных учеников (οἱ περὶ τὸν Κρίνιν D. L.… … Античная философия
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek